- βεντάγια
- βεντάλια η веер; опахало
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βεντάγια — βεντάγια, η και βεντάλια, η (λ. ιταλ.), το ριπίδιο, αντικείμενο με σχήμα πτυσσόμενου ημικύκλιου που χρησιμοποιείται για να δροσίζει το πρόσωπο μετατοπίζοντας τον αέρα: Το καλοκαίρι πάντα κάνει αέρα στο πρόσωπό της με μια βεντάλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βεντάλια — Αντικείμενο ποικίλης ύλης και σχήματος που χρησιμεύει για την πρόκληση ελαφριάς κίνησης του αέρα, με σκοπό την ανακούφιση από τη ζέστη. Ο συνήθης τύπος αποτελείται από μερικές λεπτές βέργες που συγκρατούνται ακτινωτά στο κατώτερο σημείο τους και… … Dictionary of Greek
ανεμιστήρι — το ιού, φτερό, ριπίδι, βεντάγια, χειροκίνητο όργανο με το οποίο αερίζει ή αερίζεται κανείς: Μερικά ανεμιστήρια είναι πανάκριβα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)